τυροτόμος

τυροτόμος
τῡρο-τόμος, ον, ([etym.] τέμνω)
A cutting cheese, Sch.Il.11.639, Eust.871.60.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυροτόμος — cutting cheese masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροτόμος — ον, ΜΑ (για εργαλείο) αυτός που κόβει τυρί (τυροτόμος μάχαιρα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. υλο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • τυροτόμῳ — τυροτόμος cutting cheese masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”